τρεμούλα — η, Ν 1. τρεμουλιαστή κίνηση, τρεμούλιασμα 2. ρίγος από κρύο, ανατριχίλα 3. μεγάλος φόβος, τρόμος («μόλις σκοτεινιάσει, τήν πιάνει τρεμούλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + κατάλ. ούλα (πρβλ. ραχ ούλα)] … Dictionary of Greek
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… … Dictionary of Greek
κρυάδα — (Μ κρυάδα) 1. το αίσθημα τού κρύου, το κρύο, η ψυχρότητα 2. κρυολόγημα στον πληθ. οι κρυάδες ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο νεοελλ. 1. ανατριχίλα, φρικίαση 2. μτφ. απροθυμία, αδιαφορία 3. μτφ. σαχλό αστείο («είπε πάλι τις κρυάδες του κι έφυγε») 4. φρ.… … Dictionary of Greek
κρυμός — κρυμός, ὁ (Α) 1. υπερβολικό κρύο, παγωνιά, παγετός («καταλαβεῑν γὰρ αὐτὸν χειμῶνά τε καὶ κρυμόν», Ηρόδ.) 2. ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο («κρυμὸν φέρων γνάθοισιν ἐξ ἀμφημέρου», Σοφ.) 3. φρ. «κρυμὸς χολῶς» ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ.… … Dictionary of Greek
λαχτάρα — η (Μ λακτάρα) νεοελλ. 1. ζωηρή επιθυμία, διακαής πόθος («είχα λαχτάρα να τόν δω») 2. χτύπος τής καρδιάς, χτυποκάρδι που προέρχεται από αδημονία, αγωνία («με λαχτάρα περίμενε τόσα χρόνια νέα από το παιδί της») 3. μεγάλος φόβος, τρομάρα, τρεμούλα,… … Dictionary of Greek
λειανοτρεμούλα — η, και λειανοτρέμουλο, το ελαφρά τρεμούλα, φρικίαση … Dictionary of Greek
παρκινσονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο τού Πάρκινσον 2. φρ. «παρκινσονικός τρόμος» ο σπαστικός τρόμος, η τρεμούλα που χαρακτηρίζει τη νόσο τού Πάρκινσον 3. το αρσ. ως ουσ. ο ασθενής που πάσχει από τη νόσο τού Πάρκινσον … Dictionary of Greek
που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… … Dictionary of Greek
ρίγος — το / ῥῑγος, ΝΜΑ ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή … Dictionary of Greek